- τσικνώνω
- και τζικνώνω Ν1. τσικνίζω2. περιχύνω φαγητό με καυτή σάλτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα / τζίκνα (για άλλες απόψεις βλ. λ. τσίκνα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσικνώνω — τσίκνωσα, τσικνώθηκα, τσικνωμένος 1. τσικνίζω (βλ. λ.). 2. περιχύνω φαγητό (πιλάφι, μακαρόνια κτλ.) με καυτή σάλτσα, ζεματώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζικνώνω — ΝΜ βλ. τσικνώνω … Dictionary of Greek
τσίκνα — και τζίκνα, η, Ν 1. οσμή που προέρχεται από καμένο φαγητό και, ιδίως, κρέας 2. οσμή ψημένου κρέατος 3. οσμή καμένων τριχών και ιδίως καψαλισμένου κεφαλιού σφαγίου 4. οσμή ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κνῖσα, μέσω ενός τ. *κνίτσα με αντιμετάθεση… … Dictionary of Greek
τσίκνωμα — το, Ν [τσικνώνω] τσίκνισμα … Dictionary of Greek